φουσκαλιάζω

φουσκαλιάζω
αμετ. покрываться волдырями, пузырями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φουσκαλιάζω" в других словарях:

  • φουσκαλιάζω — Ν [φουσκάλα] (αμτβ.) σχηματίζω φουσκάλες στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • φουσκαλιάζω — φουσκάλιασα, φουσκαλιασμένος, αμτβ., σχηματίζω φουσκάλες, γεμίζω φλύκταινες (βλ. λ.): Από το πολύ φτυάρισμα φουσκάλιασαν τα χέρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσκάλιασμα — το, Ν [φουσκαλιάζω] το αποτέλεσμα τού φουσκαλιάζω, το να σχηματίζονται φουσκάλες στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • φουσκιάζω — φούσκιασα, φουσκιασμένος 1. αμτβ., φουσκαλιάζω (βλ. λ.). 2. (για καρπούς), κάνω φούσκες, έχω εσωτερικά κενά, είμαι κούφιος: Κολοκύθια φουσκιασμένα. 3. (για ψωμί, πίτες κτό.), κάνω (έχω) φουσκάλες. 4. (για το σώμα), έχω πλαδαρά πρηξίματα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»